συμπλάστης

συμπλάστης
ο, ΝΜ
νεοελλ.
βοτ. το σύνολο τών πρωτοπλαστών τών κυττάρων τού φυτού ως μία ενότητα, δεδομένου ότι οι πρωτοπλάστες τών μεμονωμένων κυττάρων συνδέονται με πλασμοδέσμες μέσω τών κυτταρικών τοιχωμάτων
μσν.
συνδημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πλάστης (< πλάσσω). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. symplast].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπλαστικός — ή, ό, Ν [συμπλάστης] 1. βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμπλάστη 2. φρ. «συμπλαστική μεταφορά» βοτ. η διακίνηση τών ιόντων από κύτταρο σε κύτταρο μέσω τών πλασμοδεσμών …   Dictionary of Greek

  • συμπλαστουργός — ὁ, Μ συμπλάστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλαστουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”